ἀντιδρᾷ

ἀντιδρᾷ
ἀντιδράω
act against
pres subj mp 2nd sg
ἀντιδράω
act against
pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic)
ἀντιδράω
act against
pres subj act 3rd sg
ἀντιδράω
act against
pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
ἀντιδράω
act against
pres subj mp 2nd sg (attic epic doric aeolic)
ἀντιδράω
act against
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic)
ἀντιδράω
act against
pres subj act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἀντιδράω
act against
pres ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιδράσαντα — ἀντιδρά̱σαντα , ἀντιδράω act against aor part act neut nom/voc/acc pl (attic) ἀντιδρά̱σαντα , ἀντιδράω act against aor part act masc acc sg (attic) ἀντιδρά̱σαντα , ἀντιδράω act against aor part act neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἀντιδρά̱σαντα …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδράσομεν — ἀντιδρά̱σομεν , ἀντιδράω act against aor subj act 1st pl (attic epic) ἀντιδρά̱σομεν , ἀντιδράω act against aor subj act 1st pl (epic doric aeolic) ἀντιδρά̱σομεν , ἀντιδράω act against fut ind act 1st pl (attic doric aeolic) ἀντιδρά̱σομεν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδράσει — ἀντίδρασις retaliation fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιδράσεϊ , ἀντίδρασις retaliation fem dat sg (epic) ἀντίδρασις retaliation fem dat sg (attic ionic) ἀντιδρά̱σει , ἀντιδράω act against aor subj act 3rd sg (attic epic) ἀντιδρά̱σει ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… …   Dictionary of Greek

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • αντιδραστικός — ή, ό 1. αυτός που αντιδρά σε ορισμένη ενέργεια 2. αυτός που αντιδρά σε κάθε αλλαγή και εξέλιξη πολιτική, κοινωνική κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιδρώ. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Κωνσταντίνο Κούμα (1777 1836)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”